- ὑπηρετητέον
- ὑπηρετητέονone must servemasc acc sgὑπηρετητέονone must serveneut nom/voc/acc sgὑπηρετητέοςmasc/fem acc sgὑπηρετητέοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.